-
1 запор
I запор II м (кишечника ) η δυσκοιλιότητα II запор Ι м (дверной ) η κλειδαριά ο συρτής (задвижка) дверь на \запоре η μανταλωμένη πόρτα* * *I мII мдверь на запо́ре — η μανταλωμένη πόρτα
( кишечника) η δυσκοιλιότητα -
2 запор
запор Iм ὁ μάνδαλος, ὁ σΰρτης / ἡ κλειδαριά (замок):дверь на \запоре ἡ πόρτα εἶναι μανταλωμένη, ἡ μανταλωμένη πόρτα.запор IIм мед. ἡ δυσκοιλιότητα [-ης], ἡ σφίξη [-ις].